Αγία Μόνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 1 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek
Μεγάλου Σπηλαίου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Αχαΐας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται κοντά στα Καλάβρυτα, στη δυτική γυμνή και κατακόρυφη πλαγιά του Χελμού και εξαρτάται από τη Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας. Το μοναστήρι, το οποίο είναι… … Dictionary of Greek
Ζάβορδας (Οσίου Νικάνορος), μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Γρεβενών, στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα, αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γρεβενών. Η ονομασία του οφείλεται σε ομώνυμο χωριό που υπήρχε κοντά στη μονή. Χτίστηκε το 1534 από … Dictionary of Greek
Κρεμαστών, μονή — Μοναστήρι κοντά στο χωριό Βρύσες του νομού Λασιθίου, σε απόσταση 17,5 χλμ. από την πόλη του Αγίου Νικολάου. Η μονή είναι αφιερωμένη στο όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ και υπάγεται στη μητρόπολη Πέτρας, που εδρεύει στη Νεάπολη. Η ίδρυση της μονής… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη (αγία) — (Αλεξάνδρεια τέλη 3ου αι. – 305 ή 307 μ.Χ.). Αγία, μεγαλομάρτυρας του χριστιανισμού, η πανεύφημος νύμφη του Χριστού. Τιμάται εξίσου λαμπρά και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι το γένος της … Dictionary of Greek
Φανερωμένης, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια: 1. Γυναικείο μοναστήρι του νομού Κορινθίας, κοντά στο Χιλιομόδι, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Στην κορυφή του λόφου Καστρί ή Βίγλα βρίσκεται … Dictionary of Greek
Αγίας Θεοδώρας, μονή — Ανδρικό μοναστήρι στη Θεσσαλονίκη το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Στη βυζαντινή περίοδο το μοναστήρι ήταν γυναικείο και το καθολικό του ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο του οποίου είχε το όνομα. Τον 9o αι. μόνασε εκεί η Αγία… … Dictionary of Greek
Αδελφών Τιμίου Σταυρού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Αγία Παρασκευή της Αττικής. Στο μοναστήρι λειτουργεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γηροκομείο. Ιδρύθηκε το 1939 και ανήκει στην Καθολική Εκκλησία … Dictionary of Greek